- παγιδεύσῃς
- παγιδεύωlay a snare foraor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγιδευτήριον — παγιδευτήριον, τὸ (Μ) παγιδευμα, μέσο παγίδευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγιδεύω + επίθημα τήριον (πρβλ. κλαδευ τήριον)] … Dictionary of Greek
Κέτερλε, Βόλφγκανγκ — (Wolfgang Ketterle, Χαϊδελβέργη 1957 –). Γερμανός φυσικός. Το 1976 ξεκίνησε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και μετακινήθηκε στο τρίτο έτος στο τεχνικό πανεπιστήμιο του Μονάχου, από το οποίο και αποφοίτησε. Ακολούθησε… … Dictionary of Greek
Κοέν-Τανουτζί, Κλοντ — (Claude Cohen Tannoudji, Κωνσταντίνη Αλγερίας 1933 –). Γάλλος φυσικός. Σπούδασε την επιστήμη της φυσικής στην École Normale Supériere του Παρισιού (1953 57), πραγματοποιώντας τη διπλωματική εργασία του υπό την εποπτεία του νομπελίστα Άλφρεντ… … Dictionary of Greek